- δοιδυκοφόβα
- δοιδυκοφόβα, η (Α)(κωμ. λ. για την ποδάγρα) αυτή που φοβάται τον κρότο τού δοίδυκος, την ευκινησία τών ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ (-κος) «γουδοχέρι» + φοβούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοιδυκοφόβα — δοιδυκοφόβᾱ , δοιδυκοφόβα pestle fearing fem nom/voc/acc dual δοιδυκοφόβᾱ , δοιδυκοφόβα pestle fearing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)